- νομέων
- νομεύςherdsmanmasc gen plνομέω̆ν , νομεύςherdsmanmasc gen plνομήpasturagefem gen pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκέλος — ους, το, ΝΜΑ 1. καθένα από τα κάτω άκρα τού ανθρώπου ή τα πίσω πόδια τού ζώου, που περιλαμβάνει τον μηρό, την κνήμη και το άκρο πόδι που καταλήγει στα δάχτυλα (α. «κολοβωμένα σκέλη» β. «τοῡ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη», ΚΔ γ. «τὰ σκέλη... καὶ τὰ … Dictionary of Greek
δίκροος — δικρόα, δίκροο (Α δίκροος και δικρόος, α, ον και δίκρους, ουν και δίκρος, α, ον) (για τη χηλή ζώων, τη γλώσσα φιδιών, τη μήτρα κ.λπ.) δισχιδής, διχαλωτός νεοελλ. 1. φρ. «δίκροοι νομείς» οι ακραίοι νομείς, καμπύλες δοκοί, προς την πλώρη και την… … Dictionary of Greek
ζυγίζω — και ζυγιάζω (Α ζυγίζω) [ζυγός] βρίσκω με τον ζυγό το βάρος ενός αντικειμένου και τό καθορίζω σε ορισμένα σταθμά, τό σταθμίζω («ζύγισέ μου το καρπούζι») νεοελλ. 1. εκτιμώ, κρίνω κάτι σε παραβολή με άλλα, αποδίδω σε κάτι την πρέπουσα σημασία 2.… … Dictionary of Greek
ζυγό — το (Α ζυγόν) 1. ό,τι ζευγνύει, ό,τι συνδέει δύο σώματα 2. ο ζυγός άμαξας ή αρότρου, το ξύλο που προσαρμόζεται σταυροειδώς στον ρυμό τού αρότρου ή τής άμαξας, στο οποίο ζεύονται τα άλογα, τα βόδια ή άλλα υποζύγια 3. ναυτ. συν. στον πληθ. α) κάθε… … Dictionary of Greek
μίξοδος — η (Α μίξοδος) νεοελλ. ναυτ. 1. οπή στα ύφαλα τού πλοίου από την οποία ρουφούν νερό οι αντλίες που ψύχουν τις μηχανές ή παρέχουν νερό για το πλύσιμο τού καταστρώματος 2. οι οπές που υπάρχουν στις βάσεις τών νομέων για την καλύτερη άντληση τού… … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
σταμίνα — η / σταμίν, ῑνος, ΝΑ νεοελλ. καθένα από τα ορθά ξύλινα ή σιδερένια τεμάχια που συγκρατούν τα σκέλη τών νομέων στον σκελετό τού σκάφους, κν. σκαρμός τής πόστας αρχ. 1. καθένα από τα ορθά ξύλα στα πλάγια τού πλοίου που ξεκινούν από την τρόπιδα και… … Dictionary of Greek
λέμβος ή βάρκα — Γενική ονομασία σκαφών μικρών διαστάσεων. Οι λ. κατασκευάζονται κυρίως από ξύλο, σπανιότερα από μέταλλο και, τέλος, από πλαστική ύλη. Η ύπαρξη καταστρώματος δεν είναι απαραίτητη, ενώ για την πρόωσή τους χρησιμοποιούνται κουπιά, πανιά ή κινητήρας … Dictionary of Greek